- αιγότριχος
- -η, -οαυτός που έχει κατσικίσιες τρίχες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αιγοτριχώ — αἰγοτριχῶ ( έω) (Α) [αἰγότριχος] έχω τρίχες κατσίκας … Dictionary of Greek
αιγόθριξ — ( τριχος), ο, η ο αιγότριχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ γὸς + θρίξ η λ. πλάστηκε από τον συγγραφέα Νικόλαο Δραγούμη ως επίθετο τής λ. επενδύτης] … Dictionary of Greek
αιγόμαλλος — ο ο αιγότριχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίγα + μαλλί η λ. πλάστηκε από τον Χριστόφορο Περραιβό ως επίθετο προσδιοριστικό της λ. κάπα] … Dictionary of Greek